επιπλοποιός

επιπλοποιός
ο
τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή επίπλων, ο κατασκευαστής επίπλων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιπλοποιός — ο τεχνίτης που κατασκευάζει έπιπλα, ειδικός στην επιπλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(ν) + ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • επιπλοποιία — η 1. η τέχνη τής κατασκευής επίπλων, η επιπλουργία 2. το επάγγελμα τού επιπλοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη] …   Dictionary of Greek

  • επιπλοποιείο — το εργοστάσιο, εργαστήριο κατασκευής επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • επιπλουργός — ο επιπλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(ν) + ουργός < έργον] …   Dictionary of Greek

  • Βαζάντσιο, Τζοβάνι — (Giovanni Vasanzio, Ουτρέχτη περ. 1550 – Ρώμη 1621). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Ολλανδού αρχιτέκτονα Γιαν Βαν Σάντεν. Επιπλοποιός στην αρχή της σταδιοδρομίας του, έγινε πασίγνωστος για τα περίφημα μικρά γραφεία του, με τις ένθετες… …   Dictionary of Greek

  • Μπουλ, Σαρλ — (Charles Boulle, Παρίσι 1642 – 1732). Γάλλος επιπλοποιός. Ήταν τριάντα ετών όταν, με τη μεσολάβηση του Κολμπέρ, ο οποίος τον συνέστησε στο Λουδοβίκο ΙΔ’ ως τον καλύτερο επιπλοποιό του Παρισιού, τού παραχωρήθηκε εργαστήριο στο Λούβρο. Τα θαυμάσια… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • Πιφέτι, Πιέτρο — (Piffetti, 1700 – 1777). Λεπτουργός και λαξευτής ξύλου. Διετέλεσε επίσημος επιπλοποιός πολλών ευγενών της εποχής του κυρίως στην περιοχή του Τορίνο και λάξευσε με διακοσμήσεις τα έπιπλα των βασιλικών ανακτόρων της ίδιας πόλης. Ως καλλιτέχνης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”